Στις 8 Φεβρουαρίου 1972 έφυγε για τον άλλο ντουνιά ο πατριάρχης και θεμελιωτής του ρεμπέτικου τραγουδιού, ο πρωτοπόρος του μπουζουκιού, Μάρκος Βαμβακάρης.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1905 στην καθολική συνοικία Άνω Σκαλί της Σύρου.
Εφτά χρονών παιδί ήταν όταν λόγω της στράτευσης του πατέρα του για τους βαλκανικούς πολέμους έπρεπε κι αυτός να συνεισφέρει στα φριχτά οικονομικά της οικογένειας ασκώντας όλες εκείνες τις τέχνες που διηγείται στο τραγούδι του “Ο Μάρκος πολυτεχνίτης”. Δούλεψε σε κλωστήριο, μανάβικο, χασάπικο, λούστρος, πουλούσε εφημερίδες. Παράλληλα όμως όπου κι αν έβλεπε λατέρνα την έπαιρνε από πίσω για να χορέψει τον αγαπημένο του χορό, τον ζεϊμπέκικο.
Δώδεκα χρονών κυλάει για παιχνίδι από ένα ύψωμα μια μεγάλη πέτρα η οποία και γκρεμίζει την σκεπή ενός σπιτιού. Φοβισμένος, βλέποντας τους αστυνομικούς να τον ψάχνουν μπαίνει σε ένα πλοίο και το σκάει για τον Πειραιά! Αργότερα τον ακολούθησαν και οι δικοί του.
Στον Πειραιά φορτώνει κάρβουνο τα καράβια, δουλεύει χαμάλης στο τελωνείο και τέλος για πολλά χρόνια εκδορέας στα σφαγεία. Στον Πειραιά παντρεύτηκε και την πρώτη του γυναίκα η οποία και ήταν η βασική πηγή έμπνευσης του τόσο στα ερωτικά του τραγούδια (Θα ‘ρθω να σε ξυπνήσω …)όσο και στα εκδικητικά (Άτακτη, Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω …)αφού του έκανε τη ζωή αφόρητη με τα καμώματα της.
Ο έρωτας του με το μπουζούκι ξεκίνησε στα 20 του χρόνια όταν άκουσε έναν φίλο του πατέρα του να παίζει μπουζούκι στο σπίτι τους. Γοητεύτηκε τόσο πολύ με το μπουζούκι που ορκίστηκε στον εαυτό του πως αν δεν μάθει να παίζει θα σπάσει τα χέρια του με την τσατήρα που σπάνε οι χασάπηδες τα κόκαλα!
Το μπουζούκι εκείνο τον καιρό ήταν ένα όργανο του περιθωρίου και ένας από τους ελάχιστους χώρους που μπορούσε να βρει την έκφραση του ήταν οι τεκέδες. Εκεί έπαιζε και ο Μάρκος αλλά κατάφερε να κάνει τόσο μεγάλο ντόρο που το 1933 τον καλέσανε οι δισκογραφικές εταιρίες και κυκλοφόρησε ο πρώτος του δίσκος με το “Καραντουζένι” από τη μια πλευρά και το “Άραπ ζειμπέκικο” από την άλλη. Παράλληλα συμμετέχει και στο πρώτο μπουζουξήδικο συγκρότημα που εμφανίστηκε σε πάλκο, στην «Τετράδα την ξακουστή του Πειραιώς» μαζί με τον Γ. Μπάτη τον Σ. Παγιουμτζή και τον Α. Δελιά.
Η δεκαετία του 30’ του ανήκει. Είναι η κορυφαία μουσική προσωπικότητα αυτής της περιόδου και έχει βάλει το μπουζούκι στο δρόμο της καθιέρωσης . Από την απελευθέρωση όμως και μετά οι ηχογραφήσεις του σταδιακά μειώνονται για να φτάσουμε στα χρόνια του 50’ όταν και έχει εκδιωχθεί από πάλκα και δισκογραφικές εταιρείες και αναγκάζεται για να επιβιώσει να γυρίζει από ταβέρνα σε ταβέρνα σαν πλανόδιος μουσικός και να ανταγωνίζεται τα τζουκ μπόξ.
Το 1960 ήταν μια χρονιά αναγέννησης για τον Μάρκο Βαμβακάρη. Με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση ξανακυκλοφόρησαν παλαιότερα του τραγούδια αλλά και άλλα που περίμεναν υπομονετικά στο συρτάρι του (Τα ματόκλαδα σου λάμπουν, Απελπίστηκα κ.ά). Παράλληλα τον “ανακαλύπτουν ” και οι φοιτητές, διοργανώνοντας τιμητικές συναυλίες.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε πάρει πια οριστικά μια θέση μεταξύ των κορυφαίων της ελληνικής μουσικής. Έφυγε για τον άλλο ντουνιά στις 8 Φεβρουαρίου 1972. Τάφηκε την επόμενη μέρα κάτω από τους ήχους της Φραγκοσυριανής.
Ο Βασίλης Μαντενούδης και οι Ρεμπέτες του Ντουνιά βρίσκονται κάθε Δευτέρα βράδυ, 10 με 12 στην συχνότητα του Μπλε Γιακά Ράδιο