Λευκές σελίδες πριν χρόνια, λευκές σελίδες και τώρα, στην πρώτη απόπειρα, στην πρώτη λέξη, πρώτη λέξη λευκή σελίδα, ή μάλλον, ο τρόμος, ο τρόμος της λευκής σελίδας, και το λευκό τόσα χρόνια παραμένει το ίδιο.
Ο τρόμος του λευκού, τρομάξατε ποτέ μέρα μεσημέρι;
Πρωί, πολύ πρωί για τα δεδομένα του, ένα λευκό πρωί λοιπόν, παύση, σιγή, παύση λευκή, και μια φωνή να σου φωνάζει κρεσέντο. Μα επιμένεις στο λευκό, και στα λευκά κρεσέντα, σε κείνες τις απαλές σκιές, ένα πρωί ένα λευκό πρωί. Ο τρόμος του λευκού, τρομάξατε ποτέ μέρα μεσημέρι; Και αυτό το λευκό, αυξάνει και αυξάνει, γίνεται ακόμη πιο λευκό, τόσο λευκό που σε κάνει, τσιγάρο. Γιατί, αν όλο εκείνο το λευκό, το λευκό της σελίδας, του πρωινού, το λευκό της πόλης, του καπνού, πόσο λευκό να αντέξεις; Πόση, ομοιογένεια, το λευκό συνθέτει, το μαύρο απορροφά. Λευκό και μαύρο, μαύρα ψηφία σε σελίδα λευκή, ένα λευκό πρωινό σε μία λευκή πόλη. Και βγαίνεις έξω και λες λευκό, μα που; Λευκό, του πρωινού, λευκό της πόλης. Και ουρλιάζεις από μέσα σου χρώμα, μα μόνο λευκό, θα μου πεις χρώμα δεν είναι; Και όλα μετά, λευκά και ηλιόλουστα, ούτε καν σκιές, οι μόνες σκιές οι λέξεις, που ήταν και αυτές λίγο μαύρο σε λευκό φόντο. Πλέκουμε τέτοιες σκιές, σε φόντους λευκούς, από τον ίδιο τον τρόμο του λευκού, από την ίδια την απόπειρα, και μπολιάζουμε μαύρο, μαύρο μπας και τονίσουμε λιγάκι το λευκό. Μα το λευκό είναι εκεί, ακόμα και στο σκοτάδι, δεν μπορείς να το αρνηθείς, μα γιατί και στο σκοτάδι λευκά θέλεις να σκέφτεσαι, γιατί λες πως το σκοτάδι θα σε πνίξει, μα ξέρεις πως λευκά ξεκινά η μέρα, με τον τρόμο του λευκού, σε μία λευκή πόλη.
Και το βράδυ, οι νύχτες λευκές, το μαύρο το ξεχνάς, γιατί λευκά έμαθες να σκέφτεσαι, γιατί, το λευκό, είναι αυτό που σε κάνει να θες να το εξερευνήσεις, ίσως λόγω της απόλυτης αδιαφορίας του, λες λευκό, ε και; Κάθε απόπειρα είναι μία λευκή, απόπειρα, κι ο θάνατος λευκός, σε ολόλευκα νεκροταφεία, ναι λευκά και αυτά, ίσως μόνο φοβούνται τη φθορά, το πράσινο της υγρασίας. Μα πείτε μου, ποιο χρώμα να φοβηθείς πιο πολύ, το λευκό, το λευκό κελί, το λευκό γάμο, τη λευκή συνουσία, τη λευκή σάρκα, τη σάρκα που ματώνει και ξεχύνει λίγο κόκκινο, μα πάλι λευκό, λίγο κόκκινο σε λευκό φόντο. Και ναι, πάλι φόντος, πάλι περίγραμμα. Το λευκό είναι το περίγραμμα, είναι το ενδιάμεσο, το αδιάφορο. Εσωκλείει, αδιάφορα, για αυτό να το φοβάστε. Είναι αυτό, που για κάποιο λόγο γεμίζει, και νιώθεις ξαφνικά, πλησμονή, ένα λευκό πρωινό, μπροστά σε μία λευκή σελίδα, σε μια λευκή πόλη, με λευκές σάρκες και ολόλευκα νεκροταφεία. Και είναι το λευκό, της νεκρικής σιγής, της πρώτης απόπειρας, αυτής της γαμημένης μάχης κόντρα στο λευκό, και λες να ξεδώσεις αλλά δεν σου μένει τίποτα άλλο από λευκό, οι νύχτες και οι μέρες λευκές, κάθε απόπειρα λευκή, το λευκό είναι εκεί και σε περιμένει, δεν μπορείς να το ξεγράψεις.
Δεύτερο τσιγάρο, και το τσιγάρο λευκό. Λευκό που ξερνά καπνό λευκό. Και ο Θεός λευκός, και οι εκπρόσωποί του ντυμένοι στα λευκά, και η παρθενία λευκή, και η θυσία, λευκή, τόσο επικρατές και τόσο αδιάφορο, και ο φόβος που σου προκαλούν επίσης μεγάλος, γιατί και το πέρας λευκό, και λες πόσο πεπερασμένος είμαι πολεμώντας το λευκό, και ο Θεός λευκός και απλά ενυπάρχει. Ενυπάρχει και σου υπενθυμίζει αυτήν, τη ασύδοτη λευκότητα, αυτή την λευκότητα τη γαμιόλα, αυτή την ενστικτώδη θέληση για διαφοροποίηση, για χρώμα, για κάτι τέλος πάντων που δεν είναι λευκό. Και η γνώση όλου αυτού του κόσμου λευκή, γραμμένη σε λευκά βιβλία, το πέρας της γνώσης λευκό, γιατί πάλι θα προκύψει κάποια λευκή σελίδα σαν και αυτή, και αποφασίζεις αυτή η σελίδα να είναι κόκκινη, κατακόκκινη, κοντά σε κάθε τι λευκό, και αρχίζεις να πυροβολείς αδιάκριτα, ένα λευκό πρωί, σε μία λευκή πόλη, με ένα ολόλευκο νεκροταφείο.
Τέλος δεύτερου τσιγάρου, η στάχτη μαύρη. Μαύρο, επιτέλους…__
Ο Βαγγέλης Κουμπαρούδης γεννήθηκε και ζει στις Σέρρες. Σπούδασε κτηνιατρική, Φιλοσοφία και εργάζεται ως κτηνίατρος στην πόλη των Σέρρων. Διατηρεί μόνιμη στήλη στην bibliotheque.gr
Φωτογραφία: Kωστής Παπακωνσταντίνου